φιλοσοφικότητα — η, Ν [φιλοσοφικός] 1. διάθεση ή τάση για φιλοσοφία 2. εγκαρτέρηση, στωικότητα, ψυχικό σθένος, ευψυχία («αντιμετώπισε τη μεγάλη αυτή δοκιμασία με πολλή φιλοσοφικότητα») … Dictionary of Greek
φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… … Dictionary of Greek
φιλοσοφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφία, αυτός που είναι της φιλοσοφίας: Φιλοσοφική πραγματεία. 2. αυτός που ταιριάζει σε φιλόσοφο, αυτός που έχει μέσα του φιλοσοφικότητα (φιλοσοφική απάθεια, στωικότητα, εγκαρτέρηση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφώ — φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με τη φιλοσοφία, είμαι φιλόσοφος, βυθίζομαι σε φιλοσοφικές σκέψεις, εμβαθύνω φιλοσοφικά στα πράγματα: Φιλοσοφούμε για την ανθρώπινη ζωή. 2. αντιμετωπίζω τη μοίρα μου με φιλοσοφικότητα, υπομένω κάτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόσοφος — η, ο 1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)